σκουτέλες

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /skuˈte.les/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκου‐τέ‐λες

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

σκουτέλες θηλυκό



Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

σκουτέλες θηλυκό

  • Soph.Diaph. 288,22.: D.S.Sophianos, Ἡ ἀνέκδοτη διαθήκη τοῦ Μανουὴλ Ἰωαννάκη (μέσα ιδ´ αἰ.) καὶ ἄλλα κείμενα σχετικὰ μὲ τὴ μονὴ τῆς Θεοτόκου στὸν Στύλο τῶν Σταγῶν. Σύμμεικτα 9/2 (1994) 279–294. - στο σκουτέλα - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)