σκούλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σκούλος | οι | σκούλοι |
γενική | του | σκούλου | των | σκούλων |
αιτιατική | τον | σκούλο | τους | σκούλους |
κλητική | σκούλε | σκούλοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σκούλος < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈsku.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκού‐λος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σκούλος αρσενικό
- η ράχη του σκεπαρνιού
- (ιδιωματικό, Κύθηρα) η φτέρνα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- (επώνυμα)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σκούλος
|
Πηγές
[επεξεργασία]- σκούλος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- Μανόλης Τριανταφυλλίδης (²1995), Τα οικογενειακά μας ονόματα, επιμέλεια: Ε.Σ. Στάθης. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 960‑231‑010‑3. 1η έκδοση, μεταθανάτια: 1982.