σκούρου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈsku.ɾu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκού‐ρου
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]σκούρου αρσενικό ή ουδέτερο
σκούρου αρσενικό ή ουδέτερο