σκυλοπόταμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σκυλοπόταμος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σκυλοπόταμος αρσενικό
- είδος ζώου, η ενυδρίδα
σκυλοπόταμος αρσενικό