σκυλού
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σκυλού | οι | σκυλούδες |
γενική | της | σκυλούς | των | σκυλούδων |
αιτιατική | τη | σκυλού | τις | σκυλούδες |
κλητική | σκυλού | σκυλούδες | ||
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σκυλού θηλυκό (αρσενικό σκυλάς)
- (μειωτικό) γυναίκα που τις αρέσουν τα σκυλάδικα τραγούδια
- τραγουδίστρια που τραγουδά σε σκυλάδικο / σκυλάδικα τραγούδια
- ※ Η σκυλού είναι αυθεντική. Τραγουδούσε σαν σκυλού, αλλά με πρωτότυπο στυλ. Ήταν ωραίο όταν το έκανε τη δεκαετία του '60. (Βινίτσιο Καποσέλα, Τεφτέρι: Το βιβλίο των εκκρεμών λογαριασμών, 2014)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε σκυλάς
σκυλού
|