σκυλόβρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σκυλόβρισμα < σκύλος + βρίσ(ι)μο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σκυλόβρισμα ουδέτερο
- πράξη του σκυλοβρίζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σκυλόβρισμα
|