σκυρόστρωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκυρόστρωση οι σκυροστρώσεις
      γενική της σκυρόστρωσης* των σκυροστρώσεων
    αιτιατική τη σκυρόστρωση τις σκυροστρώσεις
     κλητική σκυρόστρωση σκυροστρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, σκυροστρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σκυρόστρωση < (καθαρεύουσα) σκυρόστρωσις, αρχαία ελληνική σκῦρον + στρώνω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σκυρόστρωση θηλυκό

  • στρώσιμο με χαλίκι ή άμμο, λ.χ. για σιδηροδρομική γραμμή

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]