σκυφτά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /skiˈfta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκυ‐φτά
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]σκυφτά (τροπικό επίρρημα)
- με σκυφτό τρόπο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σκυφτά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]σκυφτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σκυφτό