σκωληκοειδίτιδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σκωληκοειδίτιδα < (καθαρεύουσα) σκωληκοειδ(ῖτις) + κατάληξη της δημοτικής -ίτιδα < αρχαία ελληνική σκωληκοειδής (αυτός που ομοιάζει με σκουλήκι)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /sko.li.ko.iˈði.ti.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκω‐λη‐κο‐ει‐δί‐τι‐δα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σκωληκοειδίτιδα θηλυκό
- (ιατρική) φλεγμονή της σκωληκοειδούς απόφυσης
- ↪ εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας
- ↪ H οξεία σκωληκοειδίτιδα εκδηλώνεται κλινικά με οξύ κοιλιακό άλγος, ναυτία ή έμετο, χαμηλό πυρετό και λευκοκυττάρωση.
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- ο σκωληκοειδίτης (αρσενικό, οικείο)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σκωληκοειδίτιδα