σκότισις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σκότισις < σκοτί(ζω) + -σις

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σκότισις θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]