σκότωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκότωμα τα σκοτώματα
      γενική του σκοτώματος των σκοτωμάτων
    αιτιατική το σκότωμα τα σκοτώματα
     κλητική σκότωμα σκοτώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σκότωμα < σκοτώνω + -μα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σκότωμα ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]




→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σκότωμα < αρχαία ελληνική σκοτόω < σκότος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σκότωμα ουδέτερο