σκῦλον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σκῦλον < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σκῦλον

  1. το λάφυρο
  2. (στον πληθυντικό) η λαφυραγώγηση, το σκύλευμα

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • σκῦλα γράφω: γράφω το όνομά μου στον οπλισμό του εχθρού που σκότωσα για να το αφιερώσω στους θεούς