σκῦτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σκῦτος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σκῦτος, τοῦ σκύτεος ουδέτερο

  1. δέρμα, τομάρι
  2. (ειδικότερα) δορά, προβιά, δέρμα που χρησιμοποιείται ως ρούχο
  3. δερμάτινος φαλλός, τον οποίο χρησιμοποιούσαν στην αττική κωμωδία
  4. ιμάντας από δέρμα

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]