σκῦτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σκῦτος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σκῦτος, τοῦ σκύτεος ουδέτερο
- δέρμα, τομάρι
- (ειδικότερα) δορά, προβιά, δέρμα που χρησιμοποιείται ως ρούχο
- δερμάτινος φαλλός, τον οποίο χρησιμοποιούσαν στην αττική κωμωδία
- ιμάντας από δέρμα
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- σκῦτος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σκῦτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.