σλέπι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σλέπι < ρουμανική șlep

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σλέπι ουδέτερο

  1. φορτηγό ποταμόπλοιο, η μπράτζα
    «Εγώ κι η δεσποινίς», του είπα, «θέλουμε να μπούμε στο σλέπι». [...] Έσπρωξε τα γυναικόπαιδα και τους γέρους να παραμερίσουν και φώναξε τον σλεπιτζή να μας βάλει σε καλή θέση ... (Ιάκωβος Καμπανέλλης, Μαουτχάουζεν)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]