σλόγκαν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σλόγκαν < αγγλική slogan < σκωτικά γαελικά sluagh-ghairm (κραυγή μάχης) < παλαιά ιρλανδικά slúag, slóg (στρατός) < πρωτοκελτική *slougos (στράτευμα, στρατός) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *slowgʰo- (συνοδεία) + παλαιά ιρλανδικά gairm (κραυγή) < πρωτοκελτική *garman- / *garrman- (κραυγή) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵh₂r-smn- < *ǵh₂r- (κραυγάζω, φωνάζω)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σλόγκαν ουδέτερο άκλιτο
- σύντομο διαφημιστικό μήνυμα εμπορικού ή πολιτικού περιεχομένου, διατυπωμένο με τέτοιο τρόπο που να το προσέχει ο δέκτης και να παραμένει στη μνήμη του
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)