σμάλτωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σμάλτωμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του σμαλτώνω
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σμάλτωμα
|