σμίλη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Σμίλη
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σμίλη οι σμίλες
      γενική της σμίλης των σμιλών
    αιτιατική τη σμίλη τις σμίλες
     κλητική σμίλη σμίλες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Σμίλη εξορύξεων με τρεις οδοντωτούς λοξότμητους τροχούς.
Μηχανοκίνητη σμίλη.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σμίλη < αρχαία ελληνική σμίλη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σμίλη θηλυκό

  1. εργαλείο διαφόρων επαγγελμάτων (λιθοξόου, σιδηρουργού, χειρουργού κλπ), που έχει μία πεπλατυσμένη κοφτερή άκρη
     συνώνυμα: καλέμι, κοπίδι, σκαρπέλο
  2. δόντι σμιλόδοντα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]

σμίλη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σμίλη θηλυκό (και σμῖλα)