σμαράγδινος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σμαράγδινος < σμαράγδ(ι) + -ινος
Επίθετο
[επεξεργασία]σμαράγδινος, -η, -ο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη σμαράγδι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σμαράγδινος
|