σμαρίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σμαρίδα | οι | σμαρίδες |
γενική | της | σμαρίδας | των | σμαρίδων |
αιτιατική | τη | σμαρίδα | τις | σμαρίδες |
κλητική | σμαρίδα | σμαρίδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σμαρίδα < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /zmaˈɾi.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σμα‐ρί‐δα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σμαρίδα θηλυκό
- άλλη μορφή του μαρίδα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σμαρίδα
→ δείτε τη λέξη μαρίδα |