σμυριδόσκαλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σμυριδόσκαλα θηλυκό
- λιμενική εγκατάσταση φορτοεκφόρτωσης σμύριδας ανεξάρτητα βαθμού σχετικής υποδομής και ιδιαίτερων ευκολιών
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- σταθμός φόρτωσης σμύριδας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σμυριδόσκαλα
|