σμυριδόσκαλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σμυριδόσκαλα οι σμυριδόσκαλες
      γενική της σμυριδόσκαλας των σμυριδόσκαλων
    αιτιατική τη σμυριδόσκαλα τις σμυριδόσκαλες
     κλητική σμυριδόσκαλα σμυριδόσκαλες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σμυριδόσκαλα < σμύριδ(α) + -ό- + σκάλα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σμυριδόσκαλα θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
  • σταθμός φόρτωσης σμύριδας

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]