σνίτσελ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σνίτσελ < (άμεσο δάνειο) γερμανική Schnitzel
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σνίτσελ ουδέτερο άκλιτο
- (φαγητά) κρέας σε λεπτές φέτες που τηγανίζονται, αφού προηγουμένως βουτηχθούν σε αβγό και φρυγανιά
- ≈ συνώνυμα: περιφρυγανισμένο κρέας
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- σνίτσελ στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Φαγητά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)