σνίτσελ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
χοιρινό σνίτσελ με πατάτες τηγανητές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σνίτσελ < (άμεσο δάνειο) γερμανική Schnitzel

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σνίτσελ ουδέτερο άκλιτο

  • (φαγητά) κρέας σε λεπτές φέτες που τηγανίζονται, αφού προηγουμένως βουτηχθούν σε αβγό και φρυγανιά
     συνώνυμα: περιφρυγανισμένο κρέας

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]