σοκολατής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]σοκολατής (θηλυκό σοκολατιά)
- σοκολατένιος
- που έχει χρώμα σοκολάτας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σοκολατής
→ δείτε τη λέξη σοκολατένιος |