σολέας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σολέας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σολέα < λατινική solea < solum
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σολέας αρσενικό
- (θρησκεία) (αρχιτεκτονική) άλλη μορφή του σολέα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σολέας
|
Κατηγορίες:
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Αρχιτεκτονική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)