σολομό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Σολομό

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

σολομό αρσενικό

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]