σολωμιστής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σολωμιστής οι σολωμιστές
      γενική του σολωμιστή των σολωμιστών
    αιτιατική τον σολωμιστή τους σολωμιστές
     κλητική σολωμιστή σολωμιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σολωμιστής < Σολωμ(ός) (ο Διονύσιος Σολωμός) + -ιστής

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /so.lo.miˈstis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σο‐λω‐μι‐στής

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σολωμιστής αρσενικό (θηλυκό σολωμίστρια)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη Σολωμός

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]