σομπρέρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]![](http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/7/75/Sombrero_%28PSF%29.png/220px-Sombrero_%28PSF%29.png)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σομπρέρο | τα | σομπρέρα |
γενική | του | σομπρέρου | των | σομπρέρων |
αιτιατική | το | σομπρέρο | τα | σομπρέρα |
κλητική | σομπρέρο | σομπρέρα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σομπρέρο < (άμεσο δάνειο) ισπανική sombrero < sombra (σκιά)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σομπρέρο ουδέτερο