σουρεαλισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σουρεαλισμός οι σουρεαλισμοί
      γενική του σουρεαλισμού των σουρεαλισμών
    αιτιατική τον σουρεαλισμό τους σουρεαλισμούς
     κλητική σουρεαλισμέ σουρεαλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σουρεαλισμός < (ορθογραφικό δάνειο) γαλλική surréalisme[1] με ορθογραφική απλοποίηση των δύο ⟨ρρ⟩ → δείτε τη λέξη υπερρεαλισμός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σουρεαλισμός αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]