σουσαμάτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σουσαμάτος < μεσαιωνική ελληνική σησαμάτος < (ελληνιστική κοινή) σησάμιον < αρχαία ελληνική σήσαμον
Επίθετο
[επεξεργασία]σουσαμάτος, -ή, -ο
- που έχει φτιαχτεί με σουσάμι ή έχει πασπαλιστείμε σουσάμι
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σουσαμάτος
|