σουσούμι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σουσούμι | τα | σουσούμια |
γενική | του | σουσουμιού | των | σουσουμιών |
αιτιατική | το | σουσούμι | τα | σουσούμια |
κλητική | σουσούμι | σουσούμια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σουσούμι < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σουσούμι ουδέτερο
- το προσωπικό χαρακτηριστικό γνώρισμα
- (ειδικότερα) το προσωπικό χαρακτηριστικό γνώρισμα στην όψη
- ※ Απ' έξω στεκότανε ένας ψηλός με σουσούμια επαρχιώτη. (Διονύσης Χαριτόπουλος, Δανεικιά γραβάτα [διηγήματα], 1976)
- χαρακτηριστικό παρατσούκλι, παρανόμι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σουσούμι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)