σουτ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σουτ (ουσιαστικό) < αγγλική shoot
- σουτ (επιφώνημα) < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σουτ ουδέτερο άκλιτο
- (αθλητισμός) η βολή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Επιφώνημα
[επεξεργασία]σουτ
- σιωπή !
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αθλητισμός (νέα ελληνικά)
- Επιφωνήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)