σουχλικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σουχλικό < σουχλί + ικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σουχλικό ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, Τομ. 1-3, Εταιρεία Βυζαντινών Σπουδών, Αθήνα, 1924, σελ. 370

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]