σουχλικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σουχλικό ουδέτερο
- (κρητικά) κατηγορία, συκοφαντία
- ※ το παράπονο του ερωτευμένου τραγουδιστή για μια τέτοια περίπτωση ραδιουργίας (σουχλικό) εκφράζει η παλιά μαντινάδα (Ο κοινωνικός ρόλος της παραδοσιακής μουσικής στην Κρήτη, rethemnos.gr)
- ※ Έτσι οι κακοί αθρώποι (οι απανωβαρτάδες, οι σουρευτάδες και οι σουρεύτρες, δηλαδή οι ραδιούργοι, άντρες και γυναίκες) μπορεί να κάνανε μουκαρέμια, σουχλικά κι απανωβάρματα, δηλαδή να προδίδανε ή να κακολογούσανε τον ερωτευμένο και να χαλούσανε τη δουλειά.(Ο κοινωνικός ρόλος της παραδοσιακής μουσικής στην Κρήτη, rethemnos.gr)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, Τομ. 1-3, Εταιρεία Βυζαντινών Σπουδών, Αθήνα, 1924, σελ. 370
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σουχλικό
|