σοφά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]σοφά < σοφός
Επίρρημα
[επεξεργασία]σοφά
- με τρόπο που φανερώνει γνώση και ορθή κρίση
- ※ Η Κατερίνα τον κοίταξε με κρυφό καμάρι, τι σοφά που τα 'χε εξηγήσει. (Δημήτρης Χατζής, Ανυπεράσπιστοι)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σοφά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]σοφά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σοφό