σοφίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σοφίζομαι < αρχαία ελληνική σοφίζομαι, παθητική φωνή του ρήματος σοφίζω < σοφός

σοφίζομαι

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]