σούδρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σούδρα < σανσκριτική शूद्र (sûdrá)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σούδρα θηλυκό
- (ινδουισμός) η χαμηλότερη κάστα, η τέταρτη βάρνα
- (συνεκδοχικά) ο ινδουιστής που προέρχεται από αυτήν τη κάστα