σούμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σούμα | οι | σούμες |
γενική | της | σούμας | — | |
αιτιατική | τη | σούμα | τις | σούμες |
κλητική | σούμα | σούμες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]σούμα <
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σούμα θηλυκό
- το άθροισμα
- αλκοολούχο ποτό, προϊόν απόσταξης
- η ρίζα βραζιλιανής προέλευσης Hebanthe eriantha / Pfaffia paniculata και το αφέψημα που προκύπτει από αυτήν
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- σούμα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σούμα
|
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ποτά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)