σούμο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
πάλη σούμο

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σούμο < (άμεσο δάνειο) ιαπωνική 相撲 (すも, sumō) (相=μαζί, 撲=χτυπάω)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σούμο ουδέτερο άκλιτο

  • άθλημα πάλης της Ιαπωνίας, στο οποίο οι παλαιστές είναι υπέρβαροι

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]