σούρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σούρα οι σούρες
      γενική της σούρας των σουρών
    αιτιατική τη σούρα τις σούρες
     κλητική σούρα σούρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σούρα < μεσαιωνική ελληνική σούρα < σουρ(ώνω) +

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σούρα θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
σούρα < σουρ(ώνω) +

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σούρα θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 3

[επεξεργασία]
σούρα < (άμεσο δάνειο) αραβική سورة (sūra)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σούρα θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]