σπάραγμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σπάραγμα τα σπαράγματα
      γενική του σπαράγματος των σπαραγμάτων
    αιτιατική το σπάραγμα τα σπαράγματα
     κλητική σπάραγμα σπαράγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σπάραγμα < αρχαία ελληνική σπάραγμα < σπαράσσω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σπάραγμα ουδέτερο

  1. αποσπασμένο κομμάτι
    μόνο σπαράγματα σώζονται από το έργο των προσωκρατικών φιλοσόφων
    στο ναό διατηρούνται μόνο κάποια σπαράγματα τοιχογραφιών
  2. (μεταφορικά) εκδήλωση σπαραγμού

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]