σπάω στο ξύλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]σπάω στο ξύλο
- (μεταβατικό) δέρνω κάποιον άσχημα, τον χτυπάω πολύ
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- τον κάνω βίδες
- τον κάνω κομματάκια
- τον κάνω με τα κρομμυδάκια
- τον κάνω μπαλόνι στο ξύλο
- τον κάνω τόπι στο ξύλο
- τον κάνω του αλατιού
- τον μαυρίζω στο ξύλο
- του δίνω ένα γερό μπερτάχι
- του τις βρέχω
- του τραβάω ένα γερό χέρι ξύλο
- του τραβάω ένα ξύλο
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
αγγλικά : to beat the crap/shit/snot out of s.o