σπίζα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπίζα οι σπίζες
      γενική της σπίζας των (σπιζών)
    αιτιατική τη σπίζα τις σπίζες
     κλητική σπίζα σπίζες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σπίζα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σπίζα[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈspi.za/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπί‐ζα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σπίζα θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]



ζητούμενο λήμμα