σπίθισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈspi.θi.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπί‐θι‐σμα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σπίθισμα ουδέτερο
- η δημιουργία σπιθών, το αποτέλεσμα του σπιθίζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σπίθισμα
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ σπίθισμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας