σπαθιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σπαθιά | οι | σπαθιές |
γενική | της | σπαθιάς | των | σπαθιών |
αιτιατική | τη | σπαθιά | τις | σπαθιές |
κλητική | σπαθιά | σπαθιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σπαθιά θηλυκό