σπαρτό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: σπάρτο
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σπαρτό τα σπαρτά
      γενική του σπαρτού των σπαρτών
    αιτιατική το σπαρτό τα σπαρτά
     κλητική σπαρτό σπαρτά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σπαρτό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου σπαρτός < αρχαία ελληνική σπαρτός < σπείρω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σπαρτό ουδέτερο

  1. (συνήθως στον πληθυντικό) σπαρτά: σιτηρά
  2. (συνεκδοχικά) χωράφι σπαρμένο με σιτηρά

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

σπαρτό