σπαρτό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σπαρτό | τα | σπαρτά |
γενική | του | σπαρτού | των | σπαρτών |
αιτιατική | το | σπαρτό | τα | σπαρτά |
κλητική | σπαρτό | σπαρτά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σπαρτό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου σπαρτός < αρχαία ελληνική σπαρτός < σπείρω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σπαρτό ουδέτερο
- (συνήθως στον πληθυντικό) σπαρτά: σιτηρά
- (συνεκδοχικά) χωράφι σπαρμένο με σιτηρά
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη σπέρνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σπαρτό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]σπαρτό