σπασμωδικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σπασμωδικός < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /spa.zmo.ðiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπα‐σμω‐δι‐κός
Επίθετο
[επεξεργασία]σπασμωδικός
- που γίνεται με σπασμούς ή συνοδεύεται από σπασμούς
- ※ Οι σπασμωδικές μου κινήσεις προκαλούσαν περισσότερο τις μέλισσες. (Θανάσης Βαλτινός, Ανάπλους, 2012 [μυθιστόρημα])
- ↪ σπασμωδικός βήχας
- ο χωρίς προπαρασκευή, σχεδιασμό
- ↪ Σκέψου καλά, μην κάνεις σπασμωδικές κινήσεις.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σπασμωδικός