σπείραμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σπείραμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σπείραμα ουδέτερο
- (ιατρική) μικρό φίλτρο των νεφρών (χρησιμοποιείται στον πληθυντικό σπειράματα)
- (ιατρική) όρος για ενδομήτρια συσκευή αντισύλληψης, κοινά ονομαζόμενη σπιράλ, αναφερόμενη και με τα αρχικά IUD στα αγγλικά
Σύνθετα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σπείραμα
|