σπερματόρροια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπερματόρροια οι σπερματόρροιες
      γενική της σπερματόρροιας των σπερματορροιών
    αιτιατική τη σπερματόρροια τις σπερματόρροιες
     κλητική σπερματόρροια σπερματόρροιες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σπερματόρροια < σπερματ(ος) + -ο- + -ρροια • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σπερματόρροια θηλυκό

  • (ιατρική) εκροή σπέρματος ή εκκρίσεων του προστάτη από την ουρήθρα χωρίς να προηγηθεί σεξουαλικός ερεθισμός

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]