σπερματόρροια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σπερματόρροια < σπερματ(ος) + -ο- + -ρροια • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σπερματόρροια θηλυκό
- (ιατρική) εκροή σπέρματος ή εκκρίσεων του προστάτη από την ουρήθρα χωρίς να προηγηθεί σεξουαλικός ερεθισμός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σπερματόρροια
|