σπερμοθήκη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σπερμοθήκη θηλυκό
- (ζωολογία) όργανο θηλυκών ασπόνδυλων, στο οποίο διατηρείται το σπέρμα του αρσενικού
- (βοτανική) μέρος σε φυτά (στα άνθη ή στους καρπούς) όπου περιέχονται σπέρματα του φυτού
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σπερμοθήκη
|
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -θήκη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ζωολογία (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)