σπηλαίο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

σπηλαίο

  1. σπηλαίος, στην αιτιατική του ενικού

σπηλαίο, ουδέτερο του σπηλαίος

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού