σπικάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σπικάρω < αγγλική speak + -άρω

σπικάρω

Είδες πώς το σπικάρει το αγγλικό.
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. σπικάρω σπίκαρα θα σπικάρω να σπικάρω σπικάροντας
β' ενικ. σπικάρεις σπίκαρες θα σπικάρεις να σπικάρεις σπίκαρε
γ' ενικ. σπικάρει σπίκαρε θα σπικάρει να σπικάρει
α' πληθ. σπικάρουμε σπικάραμε θα σπικάρουμε να σπικάρουμε
β' πληθ. σπικάρετε σπικάρατε θα σπικάρετε να σπικάρετε σπικάρετε
γ' πληθ. σπικάρουν(ε) σπίκαραν
σπικάραν(ε)
θα σπικάρουν(ε) να σπικάρουν(ε)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]