σπινθηριστής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σπινθηριστής < σπινθήρας

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σπινθηριστής αρσενικό

  1. (μηχανολογία): ηλεκτρικό ακιδοφόρο εξάρτημα που προκαλεί σπινθήρα για την ανάφλεξη του καυσίμου μείγματος σε έναν κινητήρα εσωτερικής καύσης
  2. σπινθηριστής κενού - συσκευή για την ανίχνευση της ραδιενέργειας

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]